- φιλοκάθολος
- φῐλο-κάθολος, ον,A loving generalization, Olymp. in Alc.p.160C.: also [suff] φῐλο-καθόλου Id.in Mete.2.11, Ammon. in APr.53.32.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοκάθολος — ον, Α αυτός που τού αρέσουν οι γενικότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + καθόλος «ολόκληρος»] … Dictionary of Greek
φιλοκαθόλου — φιλοκάθολος loving generalization masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)